- Σεβασμόν
- Σεβασμόςof majestymasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεβασμός — ο, ΝΑ [σεβάζομαι] το να σέβεται κανείς κάποιον, να τόν υπολήπτεται και να τόν τιμά, σέβας (α. «σεβασμός προς τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. τήρηση (α. «σεβασμός τών συμφωνιών» β. «σεβασμός τής εκεχειρίας») 2. φρ … Dictionary of Greek